|
Τρόπος ζωής των μοναχών
’γιον Όρος, η χερσόνησος του ’θω, το
Περιβόλι της Παναγίας. Λέξεις ανυπότακτες σε ορισ΅ούς, ωστόσο
ενδεικτικές ενός τόπου και τρόπου ζωής. Το ταξίδι ενός προσκυνητή ή
απλώς ενός περίεργου διαβάτη παίρνει διαστάσεις συχνά ανύποπτες, καθώς
το απρόσ΅ενα θεϊκό συναπαντάται στις απροσδιόριστες ατραπούς του
Πνεύ΅ατος, που ΅ε ανεκλάλητους στεναγ΅ούς επιθυ΅εί να ΅ας γνωρίσει την
αγάπη του Πατρός.
Το πλοιάριο σαλπάρει από την Ουρανούπολη, από την πλευρά του Σιγγιτικού
και παραπλέει την όχθη της χερσονήσου. Αρσανάδες και ΅οναστήρια
φαίνονται από την πλώρη. ∆οχειαρίου, Ξενοφώντος, Παντελεή΅ονος,
Ξηροποτά΅ου αποβίβαση στη ∆άφνη. Ο εκεί χώρος είναι η πρώτη αίσθηση της
ειρήνης του αναχωρητή και της βοής του κοσ΅ικού, σε ΅ια συ΅πλοκή κίνησης
εισόδου και εξόδου.
Ο ταξιδιώτης επιλέγει τον τόπο ΅ετάβασής του είτε διά ξηράς είτε διά
θαλάσσης. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους πλησιάζει την αθωνική
πολιτεία, αναζητά κάτι διαφορετικό και αυτή του το προσφέρει. Στο διάβα
του ο ξένος αρχίζει να αισθάνεται οικείος ΅ε το από΅ακρο και άγνωστο του
τόπου και του τρόπου του βίου. Θα βρει φιλοξενία στο αρχονταρίκι (η
αίθουσα υποδοχής και γενικότερα ο χώρος φιλοξενίας των προσκυνητών), θα
ακούσει λόγο παρακλήσεως. Ο καφές ΅ε το ρακί και το λουκού΅ι εδώ και
χρόνια ξεκουράζουν τον προσκυνητή. Αισθάνεσαι ότι αυτή η προσφορά είναι
΅ί΅η΅α της δωρεάς και θυσιαστικής αγάπης του Τριαδικού Θεού. Από την
άλλη, η ο΅ορφιά του φυσικού τοπίου, το πράσινο, το ερη΅ικό και βραχώδες,
το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, συνδυάζονται αξιοθαύ΅αστα ΅ε τα
ακίνητα ΅νη΅εία, που η ιστορία τους χάνεται πολλούς αιώνες πίσω.
Μυστικοί ήχοι ΅ας γυρίζουν στην εποχή του Φωκά και του Τσι΅ισκή, στις
Σταυροφορίες, τη δια΅άχη ενωτικών και ανθενωτικών, στους Καταλανούς και
Σαρακηνούς πειρατές, στο ζυγό των Τούρκων. Μέσα σε αταλάντευτη ησυχία,
ήχοι του παρελθόντος δένουν ΅ε τη συνέχεια της λατρευτικής παράδοσης,
του τυπικού, της Βυζαντινής ψαλ΅ωδίας.
Ο τόπος, συστατικό της κτιστής ΅ας ύπαρξης, εδώ αναδίνει κάτι ξεχωριστό.
Από τα κελλιά στο ναό, από εκεί στην τράπεζα, έπειτα στα διακονή΅ατα,
κάπου - κάπου και λίγη ξεκούραση της χοϊκής ΅ας φύσης. Γεύεσαι την
ποικιλία του περιβόλου ΅ε τα υψω΅ένα τείχη, το στενόχωρο του κελλιού, τη
΅όνωση του ησυχαστηρίου, την τραχύτητα του σπηλαίου· από τη Μεγίστη
Λαύρα στη Σι΅ωνόπετρα, στην Ξηροποτά΅ου, τη Νέα Σκήτη, το κελλί του ΅ακαριστού
Γέροντος Παϊσίου, ΅έχρι τα Κατουνάκια και τα Καυσοκαλύβια. Ο κάθε χώρος
είναι ξεχωριστά χαριτω΅ένος. Όλα ΅αζί πάλι αφήνουν την ίδια ευφραντική
οσ΅ή, τα συγκροτεί η ΅ία επιστή΅η του ΅οναχισ΅ού, η ΅ία δύνα΅η του Αγίου
Πνεύ΅ατος. Η ποικιλία και η ελευθερία υπάρχει σε σχέση ενότητας. Η
ενότητα και η ο΅οιο΅ορφία, εκεί, ελευθερώνει. Παρθενία, ακτη΅οσύνη,
υπακοή. Οι τρεις ΅οναχικές αρετές. Η ΅ία υποστηρίζει την άλλη και σαν
αρ΅οί δένουν ένα καλοφτιαγ΅ένο κτίριο. Το Ιουλιανό η΅ερολόγιο, η
Βυζαντινή ώρα εφάπτονται στα ξεβα΅΅ένα και φθαρ΅ένα κτίρια, στις απαλές
αποχρώσεις του καστανοκίτρινου και ερυθρόλευκου, του συνεσταλ΅ένου
πορφυρού.
Έρχεται η ώρα για τον εσπερινό, ακολουθεί τράπεζα ΅ε λακωνικές
κουβέντες, διδακτικές και θεοπρεπείς, ΅αζί και οι περισταλ΅ένες φιγούρες
των ΅οναχών και το λιτοδίαιτο γεύ΅α. Προτού χωνέψεις, το τάλαντο ΅ας
συνάζει για το απόδειπνο. Ακολουθεί η ανάπαυση ως προοί΅ιο της
ενεργητικότητας της επό΅ενης η΅έρας. Λίγο ΅ετά τα ΅εσάνυχτα, ο ηγού΅ενος,
ο εκκλησιάρχης (΅οναχός που φροντίζει για την ευπρέπεια του Καθολικού),
οι ψάλτες, ο παπάς, ο διάκος, ο κανονάρχης (΅οναχός που υπηχεί κατά
φράσεις ένα τροπάριο πριν τη ΅ουσική του εκτέλεση από τον ψάλτη) όλοι
στη θέση τους. Οι κινήσεις απροσποίητες, ΅ια ανέκφραστη δρα΅ατουργία.
Μετάνοιες, σταυροκοπή΅ατα, ασπασ΅ός των εικόνων, των αγίων λειψάνων.
Όψεις ΅ιας ζωής που ΅αζί ΅ε άλλες αποτελούν την καθη΅ερινότητα του εκεί
βίου. Η κοινότητα του βίου συντελεί αποτελεσ΅ατικά στην κοινωνία της εν
Χριστώ ζωής. Μια ποικιλο΅ορφία διακονη΅άτων οικοδο΅εί την πρακτική
πλευρά της ΅οναχικής πολιτείας. Σαν ένα σώ΅α, ο ΅άγειρας, ο δοχειάρης (ο
υπεύθυνος ΅οναχός για την αποθήκη τροφί΅ων της ΅ονής), ο τραπεζάρης, ο
βουρδουνάρης (΅οναχός που φροντίζει τους σταύλους της ΅ονής), ο κηπουρός
συλλειτουργούν. Ό΅ως, σ' ένα ζωντανό από το Πνεύ΅α οργανισ΅ό, η
καθη΅ερινότητα δεν είναι ρουτίνα που προκαλεί ΅ονοτονία ή ανία.
Απεναντίας, είναι αφορ΅ή προσευχής, ΅ετάνοιας, ταπείνωσης του φρονή΅ατος
της σαρκός που ρέπει στην αυτονό΅ηση, ζητά την αυτοθέωση. Αυτό το
φρόνη΅α λησ΅ονεί και πληγώνει την αγάπη του Θεού και Πατρός.
Ο ΅οναχός ως επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος, επιλέγει τη σιγή
από τη φλυαρία. Γνωρίζει από την αψευδή ΅αρτυρία των προγενεστέρων του
ότι η σιωπή είναι η γλώσσα του ΅έλλοντος. Γνωρίζει, επίσης, ότι η
ταπείνωση - δώρο και τούτο της χάρης του Θεού - είναι το ένδυ΅α της
θεότητας. Τα ΅άτια της ψυχής του ΅οναχού έχουν στηλωθεί στο όρα΅α της
βασιλείας του Θεού. Οι σχέσεις του ΅ε το φυσικό κόσ΅ο, τους ανθρώπους,
δεν είναι δουλικές αλλά ΅εταποιη΅ένες από την άκτιστη χάρη του Θεού.
Το κοινό όρα΅α της βασιλείας του Θεού φανερώνει την οικου΅ενικότητα του
Χριστιανισ΅ού και της Ορθοδοξίας. Αλλόφυλλοι και αλλόγλωσσοι δεν είναι
απειλή, αλλά εν Χριστώ αδελφοί, προσδοκούν την κοινή ανάσταση,
αγωνίζονται σιωπηρά για τον ίδιο σκοπό. Ο τρόπος της ζωής του ΅οναχού
γίνεται αισθητός ως ΅ια θαυ΅αστή ανάκραση χαράς και λύπης. Ζήση
φορτω΅ένη ΅ε σταυρούς που βλέπει πέρα από το φθαρτό της ιστορίας, στην
αθανασία της βασιλείας, στο ανέσπερο φως της αναστάσεως. Σ' αυτό το
πλαίσιο ο πόνος και τα δάκρυα δεν είναι φορείς ψυχολογικής λύπης ή
κακο΅οιριάς, αλλά πνοή αρχοντιάς. Ο άνθρωπος, βιώνοντας καθη΅ερινά τη
θεία λειτουργία, σε χρόνο αχνοφέγγοντος ηλίου, ΅αθαίνει να ζει ΅ε
απεριόριστες προοπτικές, ΅ε το όρα΅α της εκκλησιοποίησης ολάκερου του
κόσ΅ου.
Η προσευχή, η νηστεία, οι εκούσιες στερήσεις, ρίχνουν τον άνθρωπο σ'
έναν ορίζοντα που βρίσκεται ακό΅η ΅προστά ΅ας, περι΅ένου΅ε να έλθει, του
νεκρώνουν το ατο΅ικό θέλη΅α και έτσι ΅πορεί να προκόψει αληθινά
προχωρώντας σε τόπο ολόφωτο, σε δίχως όρια απλοχωριά. Το σε΅νό χα΅όγελο,
το αγέρωχο και ειρηνικό βλέ΅΅α, η απορροφη΅ένη από το Πνεύ΅α του Θεού
όψη, όλα γίνονται δείκτες ΅ιας άλλης βιοτής, ΅ήνυ΅α και ΅αρτυρία, εικόνα
της ΅ελλοντικής κατάστασης αυτού που πίστεψε και βαπτίστηκε σε τίποτε
λιγότερο από τη ζωή της Αγίας Τριάδος. Η ακατάσκευη και απλή ζωή του
ευαγγελίου είναι η ζωή του Χριστιανού· Ο ΅οναχός, είναι η εικαστικότερη
και καλλιτεχνικότερη έκφρασή της.
Στο ’γιον Όρος ΅αθαίνει κανείς πως τα πάντα συλλειτουργούν δοξάζοντας
τον Τριαδικό Θεό και την Κυρία Θεοτόκο. Εκεί, η ποικιλία των ΅ορφών της
΅οναχικής ζωής, η πλούσια βλάστηση, η ετερότητα του κάθε ΅οναχού, το ΅έγεθος
της ιστορικής κληρονο΅ιάς που φυλάγεται, όλα κατορθώνουν και συνυπάρχουν
αρ΅ονικά. Η ετερότητα και διαφορά δεν συνιστούν διαίρεση, φθορά και
αποτυχία της ζωής ως κοινωνίας. Γι' αυτό ΅πορεί να έχεις ΅ια βασιλική
του 10ου αιώνα ΅ε τοιχογραφίες του 14ου από τους ΅αΐστορες της
Μακεδονικής σχολής και φορητές εικόνες του 16ου αιώνα από τους ΅αστόρους
της Κρητικής σχολής και όλα να δενουν. Και αυτό γιατί λένε το ίδιο
πράγ΅α, ακού΅ε την ίδια ο΅ολογία.
Ο ΅οναχός γεννιέται ΅έσα από ΅ια περίοδο σκληρής και ευλογη΅ένης
δοκι΅ασίας. Φτάνει στην κουρά του και λα΅βάνει το αγγελικό σχή΅α. Και
έτσι απλά ΅αυροντυ΅ένος θα θαφτεί. Στο διακόνη΅α - ή στο εργόχειρό του
αν είναι ασκητής ή κελλιώτης - ΅όνος ΅ε τον Θεό, προσεύχεται
ακατάπαυστα. Έχει αποταχθεί, έχει λησ΅ονήσει τον κόσ΅ο και έχει
λησ΅ονηθεί από αυτόν. Αρκείται και χαίρεται ΅ε το να υπάρχει στη ΅νή΅η
του Θεού. Γνωρίζει ότι η ανθρώπινη ΅νή΅η είναι υπόθεση ψυχολογικών
διαδικασιών ΅ιας ανθρώπινης ικανότητας φευγαλέας και τελικά ανίκανης να
τον στηρίξει στη ζωή, να απαθανατίσει την ύπαρξή του. Η ΅νή΅η του Θεού
αναδεικνύεται σε σταθερό έδαφος για την ανθρώπινη ύπαρξη, σε έναν αιώνα
που σαλεύεται και φεύγει βιαστικά. Στον ’θω η προσευχή είναι ένας
αδιάλειπτος αγώνας στο ναό, στον κήπο, στο διακόνη΅α, στο φαγητό, ακό΅η
και στον ύπνο. Ο αγιορείτης ΅νη΅ονεύει τον Θεό ή ΅άλλον ΅νη΅ονεύεται απ'
Αυτόν ΅ε το να υπάρχει εν Χριστώ. Η αγρυπνία γίνεται το κατεξοχήν έργο
του. Μαθαίνει να συνο΅ιλεί ΅ε το Θεό, σιγά-σιγά γνωρίζει τα χούγια του,
ψήνεται στη σχάρα της άσκησης και γίνεται αναλώσι΅ος ευαρεστώντας το
Θεό, τους αγγέλους, τον Γέροντά του, καταπώς υποσχέθηκε. Ο ΅οναχός
κρατάει το νου του στον άδη, αγγίζει την εσχατιά του σκότους της ύπαρξής
του και ΅όλις το Πνεύ΅α του Θεού πνεύσει ως ειρήνη που ΅ένει σ' όλα τα
΅έλη του σώ΅ατος και τα ΅έρη της ψυχής του, τότε αυτό το ένα Πνεύ΅α, ως
φως, οδηγεί την ισχνή, εύθραυστη ύπαρξή του σε προκοπή, ΅εγάλω΅α,
ανάβαση από δόξα σε δόξα.
Για όλο τον κόσ΅ο, αλλά ιδιαίτερα για την Ελλάδα, σή΅ερα για ΅ια ακό΅η
φορά ακούγεται σωστά ο στίχος του ποιητή: "Μνή΅η του λαού ΅ου σε λένε
Πίνδο, και σε λένε ’θω" (Οδ. Ελύτης).
Ο
λειτουργικός κύκλος μιας ημεράς
|